Culture

Το καφενείο της προσφυγιάς

Καφενείον «Η Νικόπολις»

Καφενείον «Η ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ» - Το καφενείο της προσφυγιάς...

Καφενείον «Η Νικόπολις»
Καφενείον «Η Νικόπολις»
Καφενείον «Η Νικόπολις»
Καφενείον «Η Νικόπολις»
Για αιώνες το κέντρο της Προσοτσάνης το κατείχαν οι μουσουλμάνοι και το ελληνικό στοιχείο ήταν μαζεμένο στη δυτική πλευρά της κωμόπολης εκεί που βρίσκεται σήμερα το πλατάνι, απέναντι από «το Καζίνο» που λειτουργούσε στον πρώτο όροφο ως καφενείο και στον δεύτερο ως λέσχη για τη νεολαία.

Μετά την ανταλλαγή και την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή το τουρκικό χάνι που βρισκόταν πολύ κοντά στην πλατεία, στην ανατολική της πλευρά, περιήλθε το 1925 στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας από τη Διαχείριση της Ανταλλάξιμης Περιουσίας. Σε δημοπρασία που έγινε το 1929 το αγόρασε ο Αλέξανδρος Μαναρίδης. Από τη δεκαετία του 40 αφού έκανε τις απαραίτητες μετατροπές το λειτούργησε ως καφενείο και του έδωσε το όνομα της Πατρίδας, «Νικόπολις».

Ο παππούς του πατέρα μου, ο Κωνσταντίνος Μουρατίδης, το θυμάται πριν τον πόλεμο, το 1938-39 όταν ήταν 11 χρονών. Σαν όνειρο του έχει μείνει η εικόνα με τις ψάθινες καρέκλες γύρω από τετράγωνα ξύλινα τραπέζια, στο βάθος ένας μεγάλος πάγκος και δίπλα οι κάσες με τις πορτοκαλάδες. Μόλις πλησίαζες έφτανε το άρωμα του καφέ που πάσχιζε να καλύψει τη δυνατή μυρωδιά της λακέρδας που συνόδευε μαζί με τα παστά και τα τουρσιά το ούζο. Το θυμάται πάντα γεμάτο με άντρες. Ήταν Πόντιοι και Βλάχοι μιας και τους δυο τους ένωνε η κοινή μοίρα της προσφυγιάς.

Τα πρώτα χρόνια οι συζητήσεις περιφέρονταν γύρω από την Πατρίδα. Τα μέρη που άφησαν, τους ανθρώπους που έχασαν, το ντουζένι τους που χάλασε και ήρθαν τώρα εδώ να στήσουν σπιτικό από την αρχή, να το στεριώσουν με τον ιδρώτα τους, να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις την νέας γι’ αυτούς καλλιέργειας του καπνού. Ο πόνος και η νοσταλγία εκφραζόταν με την φράση που κατέληγαν πολύ συχνά οι κουβέντες τους: «Έι γκιττί, μεμλεκέτ»!

Διάβηκαν τα χρόνια. Ο παππούς από τα δεκατρία του έμεινε ορφανός και ανέλαβε σαν μεγαλύτερος την οικογένειά του. Αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές για να μεγαλώσει τα αδέρφια του, μόχθησε, πρόκοψε. Τότε έγινε κι αυτός θαμώνας του καφενείου.

Ο καφενές, όπως λέει, δεν έμενε ποτέ άδειος. Τα καλοκαίρια, εποχή μαζέματος του καπνού, οι άντρες σταματούσαν να πιουν τον καφέ τους, να πάρουν μια ανάσα, να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες για τις δουλειές τους, να μάθουν νέα, να χαλαρώσουν παίζοντας κανένα τάβλι. Τον χειμώνα που τέλειωναν οι δουλειές, κάθονταν με τις ώρες. Το πρωί ίσαμε το μεσημέρι έπιναν τον καφέ τους και από το απόγευμα ξεκινούσαν τα χαρτιά. Έπαιζαν πρέφα και έπιναν ούζο με μεζέ.

Για χρόνια ήταν το κέντρο της κοινωνικής ζωής της Προσοτσάνης. Εδώ συζητιόνταν τα νέα της ημέρας, μαθαίνονταν τα παντρολογήματα, τα γεννητούρια, ζυμώνονταν οι πολιτικές εξελίξεις του τόπου, έβγαινε η τιμή του καπνού, κλείνονταν οι συμφωνίες με τους εμπόρους.

Το καφενείο «η Νικόπολις» το γνωρίζω από τις διηγήσεις του παππού μου, γιατί έκλεισε το 1995 και από το 1997 λειτουργεί ως βιβλιοπωλείο. Κάποιες φορές που βρίσκομαι εκεί, κοιτάζω ολόγυρα και προσπαθώ να ζωντανέψω με τη φαντασία μου όλα αυτά που μου διηγείται ο παππούς ο Μουρατίδης.

Έρευνα: Θεολόγος Θεοδουλίδης
(ΣΤ' Δημοτικού)


-  Ευχαριστούμε θερμά την οικογένεια Μαναρίδη που μας παραχώρησε τις φωτογραφίες του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε ένα σχόλιο