Culture

Πατρίδα μ' κι Ανασπάλω Σε

Ο παππούς μου ο Χαράλαμπος είναι το πρώτο παιδί της οικογένειας Κωνσταντίνου Παπαχριστοδούλου.


Η ρίζα της οικογένειας έρχεται από την περιοχή της Νικόπολης και συγκεκριμένα από το χωριό Γούζουλου όπως και οι περισσότεροι Πόντιοι της Προσοτσάνης.
Ο παππούς μου διαβάζει αποσπάσματα από τις μνήμες του πατέρα του
Ο παππούς μου διαβάζει αποσπάσματα από τις μνήμες του πατέρα τουΟ παππούς μου διαβάζει αποσπάσματα από τις μνήμες του πατέρα του
Πίνακας της Γαράσαρης - Νικόπολις

Ο ίδιος του μεγάλωσε με ιστορίες που άκουγε από τον πατέρα του και από συγχωριανούς του κάθε φορά που επισκέπτονταν το σπίτι τους και «αροθυμούσαν» την πατρίδα. Τις περισσότερες τις άκουσε από τον μπαρμπα-Γιάννη τον Αμαραντίδη που ήταν και ο παραμυθάς της παρέας. Τον έχω μάθει κι εγώ γιατί πολλές αφηγήσεις ξεκινούν με τη φράση «ο μπαρμπα Γιάννης έλεγε …» και συνέχιζε ο παππούς.

Το χωριό Γούζουλου βρισκόταν νοτιοδυτικά της Νικόπολης πάνω σε καταπράσινους λόφους που σχημάτιζαν ανάμεσά τους εύφορες κοιλάδες και κάτω  απλωνόταν η πεδιάδα. Ο τόπος προσφερόταν για κτηνοτροφία και γεωργία. Πάνω στους λόφους εξέτρεφαν βουβάλια, αγελάδες, πρόβατα, κατσίκια και στα χωράφια καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, σουσάμι, βίκο, φακές και ρεβύθια.

Οι περισσότερες οικογένειες είχαν καλή σειρά και γι’ αυτό τα σπίτια τους ήταν διώροφα. Κάτω υπήρχε ένας ανοιχτός χώρος όπου γινόταν οι αγροτικές εργασίες, μια κουζίνα για να ετοιμάζεται το φαγητό της οικογένειας και πίσω δυο σειρές αποθηκευτικοί χώροι για τα γεννήματα της γης. Η ξύλινη σκάλα οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο, ξύλινο χαγιάτι και γύρω του ήταν τα δωμάτια της οικογένειας. Τα σπίτια τους ήταν γεμάτα και πολλές φορές δίναν τροφή και στους Τούρκους.

Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο παππούς και τα παιδιά του βρίσκονταν τριγύρω του «σ’ έναν αυλήν απές». Ολημερίς μοχθούσαν και ήταν τόση η δουλειά που έπαιρναν για εργάτες Τούρκους και Κούρδους. Το βράδυ κάθονταν «σο παρακάθ» τρώγοντας παφλιάγκες και βρασμένους σπόρους καλαμποκιού για πασατέμπο και λέγαν επικές ιστορίες με μάχες που έδιναν πάνω στις πλαγιές με τους λύκους για να γλιτώσουν τα «χαϊβάνε» και αντιλαλούσαν οι φωνές τους στα ρέματα, λες και πάλευαν σαν το Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια, σαν τους Ακρίτες...

Τις Κυριακές και τις γιορτινές μέρες μαζεύονταν στ’ αλώνι γύρω από τον λυράρη και στήνανε χορό. Μπροστά οι νιοι που στέκονταν αγέρωχοι, λίκνιζαν ρυθμικά το κορμί και μετά οι κοπελιές.  Το μεγάλο τους το πανηγύρι γινόταν τον Αύγουστο τη μέρα της Παναγιάς. 

Τις τύχες του χωριού όριζαν οι προύχοντες, οι τζορμπατζήδες, οι πιο μορφωμένοι που είχαν πάει στην Αστική Σχολή της Νικόπολης. Κύριο μέλημά τους ήταν να φυλάξουν τα πατροπαράδοτα, να μην ξεχάσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία έτσι όπως ζούσαν στην πολυπολιτισμική οθωμανική επικράτεια. Έχτισαν την εκκλησιά τους τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ο ένας μάλιστα ο ιερέας ήταν ο προπάππος μας ο Ελευθέριος Παπαχριστοδούλου και ίδρυσαν δημοτικό σχολείο για να φοιτούν τα παιδιά τους. Ονομαστός δάσκαλος ο κύριος Αναστάσης της οικογένειας Γιαγκουνίδη που βρίσκεται μέχρι σήμερα στην Προσοτσάνη. Τότε τα ελληνικά σχολεία, όπως λέει ο παππούς,  δεν ήταν δωρεάν. Τα έκτιζε η κοινότητα και  οι μαθητές πλήρωναν δίδακτρα.


--- Ο παππούς μου διαβάζει αποσπάσματα από τις μνήμες του πατέρα του ---

Αυτά και άλλα τόσα μου έχει πει ο παππούς μου που δεν τα ξεχνώ, τα κρατάω μέσα στην καρδιά μου. Θα τα διηγούμαι κι εγώ μεγάλος στα παιδιά μου για να μείνει για πάντα στη μνήμη μας η πατρίδα των παππούδων  μας.

Έρευνα: Νεκτάριος Τσιομπάνογλου
(ΣΤ' Δημοτικού)


- Ο πίνακας που συνοδεύει το άρθρο απεικονίζει την Γαράσαρη - Νικόπολις και αποτελεί μέρος πινάκων που δώρισε στον Συλλόγο Ποντίων Προσοτσάνης "Ο Πόντος", η οικογένεια Μαναρίδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε ένα σχόλιο